ἑλκόω

Revision as of 09:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A wound, lacerate, E.Hec.405; ἑ. ὄνυξιν Arist.HA630a5, etc.    2 ulcerate, βλέφαρα Hp.VM19, al.:—Pass., of persons, to suffer from wounds or sores, Com.Adesp.106.8, Ev.Luc.16.20; of sores, suppurate, X.Eq.1.5.    3 make an incision in a tree, Thphr. HP4.16.1 (Pass.),CP3.2.2 (Pass.).    II metaph., ἑ. φρένας, οἴκους, E.Alc.878 (lyr.), Supp.223:—Pass., τὴν διάνοιαν ἑλκοῦσθαι Ph.2.551.

German (Pape)

[Seite 799] Wunden, Geschwüre verursachen; χρῶτα Eur. Hec. 405; Hippocr. u. A.; übertr., ἔμνησας ὅ μου φρένας ἥλκωσεν Eur. Alc. 878; οἴκους Suppl. 223, hast Unheil über das Haus gebracht. – Pass., eitern, schwären, Medic.; τὰ ἡλκωμένα μέρη τοῦ σώματος Plut. Phoc. 2; auch von Bäumen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκόω: πληγώνω, σπαράσσω, Εὐρ. Ἑκ. 405· ἑλκ. ὄνυξιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 8. κτλ. - Παθ., αὐτόθι 10. 6, 8. 2) καθιστῶ τι ἑλκῶδες, ἑλκοῖ μὲν τὰ βλέφαρα Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, κ. ἀλλ.· - Παθ., ἐπὶ προσώπων, ὑποφέρω ἐξ ἑλκωμάτων Κωμ. Ἀνών. 16. 8· - ἐπὶ ἑλκῶν, πυοῦμαι, «ὀμπυάζω», Ξεν. Ἱππ. 5, 1. ΙΙ. μεταφ., πληγώνω, προξενῶ βλάβην, ἔμνησας ὅ μου φρένας ἥλκωσε Εὐρ. Ἀλκ. 878.