ἑλκόω
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
A wound, lacerate, E.Hec.405; ἑ. ὄνυξιν Arist.HA630a5, etc.
2 ulcerate, βλέφαρα Hp.VM19, al.:—Pass., of persons, to suffer from wounds or suffer from sores, Com.Adesp.106.8, Ev.Luc.16.20; of sores, suppurate, X.Eq.1.5.
3 make an incision in a tree, Thphr. HP4.16.1 (Pass.),CP3.2.2 (Pass.).
II metaph., ἑ. φρένας, οἴκους, E.Alc.878 (lyr.), Supp.223:—Pass., τὴν διάνοιαν ἑλκοῦσθαι Ph.2.551.
Spanish (DGE)
• Morfología: [red. εἱλκ- perf. part. εἱλκωμένος Dsc.Eup.1.161.2, Eu.Luc.16.20, pero ἡλκωμένος Gal.10.186]
I tr.
1 ulcerar, producir heridas, lacerar ἑλκῶσαί τε σὸν γέροντα χρῶτα E.Hec.405, ὅσα ... τῶν ῥευμάτων ... ἑλκοῖ μὲν βλέφαρα Hp.VM 19, cf. Superf.29, ὅσα δ' ἂν ... τοῖς ὄνυξιν ἑλκώσῃ Arist.HA 630a5, en v. pas. ὦτα ... εἱλκωμένα Dsc.1.105.2
•medic. τὰ ἑλκοῦντα φάρμακα = medicamentos corrosivos, e.e., purgantes muy fuertes αἱ τῶν ἑλκούντων φαρμάκων δυνάμεις Dsc.1.30.2, cf. Aët.1.327, Paul.Aeg.3.59.3
•fig. herir, dañar φρένας ἥλκωσεν E.Alc.878, οἴκους E.Supp.223, en v. pas. τὴν διάνοιαν ἑλκοῦσθαι διὰ τὸν ἄληκτον ... φόβον Ph.2.551.
2 agr. extraer savia de la vid mediante una incisiones Gp.5.38.2
•dañar el árbol al podar de mala manera las ramas, en v. pas. ὅπως μὴ ἑλκούμενα πονῇ διὰ τὴν λεπτότητα καὶ ξηρότητα τῶν κλάδων Thphr.CP 3.2.2, ἔνια (δένδρα) δὲ κἂν ἑλκωθῇ καὶ μεῖζον καὶ βαθύτερον, ἀπόλλυται Thphr.HP 4.16.1.
3 medic. cauterizar περὶ ἑλκωτικῆς (ἐμπλάστρου) ... δυναμένης ἀκινδύνως πέλματ(α) ἑλκῶσαι PMerton 12.20 (I d.C.).
II intr., en v. med.-pas. ulcerarse, llagarse frec. medic. ἢν δὲ ἑλκωθῇ τὰ σχάσματα καὶ ξυρραγῇ si las incisiones se ulceran y se desgarran Hp.Vlc.24, ἑλκοῦται δὲ καὶ <ἡ> ἀρτηρίη Aret.SA 2.2.5, τὸ ἡλκωμένον μόριον Gal.l.c., μόρια ἑλκωθέντων ὅλως τῶν νεφρῶν Gal.17(2).770, τὸ ἡλκωμένον μόριον Gal.l.c., de pers. τοῖσιν ἑλκωθεῖσιν ὠφελίαν ἔχει ref. al vino, Mnesith.Ath.41.8, cf. Dsc.Eup.1.161, εἱλκωμένος cubierto de úlceras del pobre Lázaro Eu.Luc.l.c., de anim. ἑλκουμένων γε μὴν τούτων X.Eq.5.1.
German (Pape)
[Seite 799] Wunden, Geschwüre verursachen; χρῶτα Eur. Hec. 405; Hippocr. u. A.; übertr., ἔμνησας ὅ μου φρένας ἥλκωσεν Eur. Alc. 878; οἴκους Suppl. 223, hast Unheil über das Haus gebracht. – Pass., eitern, schwären, Medic.; τὰ ἡλκωμένα μέρη τοῦ σώματος Plut. Phoc. 2; auch von Bäumen, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ἑλκῶ :
ao. ἥλκωσα;
blesser en déchirant ; fig. déchirer (le cœur);
NT: être couvert d'ulcères.
Étymologie: ἕλκος.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκόω:
1 наносить раны, ранить (χρῶτά τινος Eur.; δάκτυλος ἡλκωμένος Plut.): ὅταν ἑλκωθῇ τι μαχομένῳ Arst. в случае какого-л. ранения в бою;
2 изъязвлять, pass. гноиться, нарывать, быть покрытым язвами (φῦμα ἑλκωθέν Arst.) или покрываться язвами (τὰ ὦτα ἑλκούμενα Xen.);
3 терзать, мучить (φρένας Eur.);
4 причинять вред, подрывать, расстраивать (οἴκους τινός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκόω: πληγώνω, σπαράσσω, Εὐρ. Ἑκ. 405· ἑλκ. ὄνυξιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 8. κτλ. - Παθ., αὐτόθι 10. 6, 8. 2) καθιστῶ τι ἑλκῶδες, ἑλκοῖ μὲν τὰ βλέφαρα Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, κ. ἀλλ.· - Παθ., ἐπὶ προσώπων, ὑποφέρω ἐξ ἑλκωμάτων Κωμ. Ἀνών. 16. 8· - ἐπὶ ἑλκῶν, πυοῦμαι, «ὀμπυάζω», Ξεν. Ἱππ. 5, 1. ΙΙ. μεταφ., πληγώνω, προξενῶ βλάβην, ἔμνησας ὅ μου φρένας ἥλκωσε Εὐρ. Ἀλκ. 878.
English (Strong)
from ἕλκος; to cause to ulcerate, i.e. (passively) be ulcerous: full of sores.
English (Thayer)
ἕλκω: to make sore, cause to ulcerate (Hippocrates and medical writers); passive to be ulcerated; perfect participle passive ἡλκωμένος (L T Tr WH εἱλκωμένος (WH s Appendix, p. 161; Winer's Grammar, § 12,8; Buttmann, 34 (30))), full of sores: Xenophon, de re. eq. 1,4; 5,1).
Greek Monotonic
ἑλκόω: μέλ. -ώσω (ἕλκος), πλήττω σοβαρά, κομματιάζω, ξεσχίζω, σπαράζω, σε Ευρ.· μεταφ., ἑλκ. φρένας οἴκους, στον ίδ.
Middle Liddell
ἑλκόω, fut. -ώσω ἕλκος
to wound sorely, lacerate, Eur.:—metaph., ἑλκ. φρένας οἴκους Eur.
Chinese
原文音譯:™lkÒw 赫而可哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:拉
字義溯源:生滿了瘡,滿布瘡傷,渾身生瘡;源自(ἕλκος)*=瘡)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 生滿了瘡(1) 路16:20
Translations
suppurate
Arabic: تَقَيَّحَ; Aromanian: prunjedz; Bulgarian: загноявам; Cebuano: ansoy; Chinese Mandarin: 化膿/化脓, 潰爛/溃烂; Czech: hnisat; Finnish: märkiä; French: suppurer; Galician: supurar; German: eitern; Greek: πυορροώ; Ancient Greek: ἀποπυέω, ἀποπυΐσκω, ἀποπυῶ, διαπυέω, διαπυόω, διαπυῶ, ἐκπυέω, ἐκπυόω, ἐκπυῶ, ἑλκόω, ἑλκῶ, ἐμπυέω, ἐμπυόομαι, ἐμπυοῦμαι, ἐμπυῶ, πυόω, πυῶ; Hungarian: elgennyesedik; Ido: pusifar; Italian: suppurare; Japanese: 化膿する, 爛れる; Latin: suppuro; Luxembourgish: eeteren; Maori: taemataku; Middle English: maturen; Ottoman Turkish: ایركلنمك; Portuguese: supurar; Romanian: supura, puroia; Russian: гноиться; Spanish: supurar; Turkish: cerahatlenmek, irinlenmek