ἑξαπτέρυγος
English (LSJ)
ον,
A six-winged, Gloss.
German (Pape)
[Seite 871] mit sechs Flügeln, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξαπτέρῠγος: -ον, ἔχων ἓξ πτέρυγας, τὰ χρυσᾶ ἐκεῖνα ἀγάλματα, ἑξαπτέρυγον ἑκάτερον αὐτῶν Κλήμ. Ἀλ. 667, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 52Α, ἐπὶ τῶν Σεραφίμ.