ἑξαπτέρυγος

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξαπτέρῠγος Medium diacritics: ἑξαπτέρυγος Low diacritics: εξαπτέρυγος Capitals: ΕΞΑΠΤΕΡΥΓΟΣ
Transliteration A: hexaptérygos Transliteration B: hexapterygos Transliteration C: eksapterygos Beta Code: e(capte/rugos

English (LSJ)

ἑξαπτέρυγον, six-winged, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ον
1 dotado de seis alas de ángeles, esp. de querubines y serafines, Clem.Al.Strom.5.6.35, Origenes Princ.1.3.4, Const.App.7.35.3, tb. llamados ἑξαπτέρυγα ζῷα PRain.Christ.2.38.3 (VII d.C.)
neutr. plu. subst. τὰ ἑξαπτέρυγα Rom.Mel.29.ζʹ.8, Sibyll.Tib.44.
2 provisto de seis brazos λαμπάδες Leont.Const.Hom.3.94.

German (Pape)

[Seite 871] mit sechs Flügeln, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξαπτέρῠγος: -ον, ἔχων ἓξ πτέρυγας, τὰ χρυσᾶ ἐκεῖνα ἀγάλματα, ἑξαπτέρυγον ἑκάτερον αὐτῶν Κλήμ. Ἀλ. 667, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 52Α, ἐπὶ τῶν Σεραφίμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑξαπτέρυγος, -ον)
1. αυτός που έχει έξι πτέρυγες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εξαπτέρυγα και (ε)ξαφτέρουγα και ξεφτέρια
α) απεικονίσεις τών Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες πάνω σε μεταλλικούς δίσκους που φέρονται στις θρησκευτικές τελετές πάνω σε κοντάρια, τα ιερά λάβαρα
β) οι εξαπτέρυγοι άγγελοι Σεραφείμ.