ον,
A curved upwards or backwards, Gloss.
[Seite 194] aufwärts gebogen, Sp.
ἀνάκυρτος: -ον, ὁ κεκαμμένος πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω, Γλωσσ.