[Seite 879] zum Eisen u. dessen Bearbeitung gehörig (?).
σῐδηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σίδηρον ἢ εἰς τὴν ἐργασίαν τοῦ σιδήρου, Γλωσσ.