σιδηρικός
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
German (Pape)
[Seite 879] zum Eisen u. dessen Bearbeitung gehörig (?).
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σίδηρον ἢ εἰς τὴν ἐργασίαν τοῦ σιδήρου, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σιδηρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σίδηρος
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιδηρικά
τα σιδερικά
2. φρ. α) «σιδηρικό οξύ»
χημ. οξυγονούχο οξύ του εξασθενούς σιδήρου, εξαιρετικά ασταθές, που δεν έχει απομονωθεί
β) «σιδηρικά άλατα»
χημ. άλατα του σιδηρικού οξέος που παράγονται με οξείδωση, υπό ειδικές συνθήκες, ενώσεων του τρισθενούς σιδήρου
γ) «σιδηρικό κάλιο»
χημ. κρυσταλλικό στερεό με την μορφή μαύρης σκόνης, που αποτελεί το σημαντικότερο από τα σιδηρικά άλατα
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίδηρο ή στην κατεργασία του.