ἀγγελιώτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A messenger, h.Merc.296, Call.Jov.68, Hec.1.1.6, Nonn.D.13.36: fem. ἀγγελιῶτις, ιδος, Call.Del.216.
German (Pape)
[Seite 10] ὁ, p., Bote, H. h. Merc. 296; Callim. in Jov. 68; Mus. 8; fem. ἀγγελιῶτις Callim. H. in Del. 216.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγγελιώτης: -ου, ὁ, ἀγγελιαφόρος, Ὕμ. Ὁμ. Ἑρμ. 296· θηλ. ἀγγελιῶτις, ιδος, Καλλ. Δηλ. 216.