ἀγγελιαφόρος
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
Ion. ἀγγελιηφόρος, ον, messenger, Hdt.1.120, Arist.Mu.398a31, Luc. Sacr.8, etc.: esp. Persian chamberlain, Hdt.3.118.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. ἀγγελιηφ- Hdt.1.120
1 mensajero real Hdt.1.120, 4.71
•gener. mensajero, correo Arist.Mu.398a31, Luc.Sacr.8, D.C.78.15.1, Olymp.Iob 1 (p.22).
2 ujier real persa Hdt.3.118.
German (Pape)
[Seite 10] ὁ, Botschaft bringend, Bote, Plut. Lac. apophth. p. 208 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 messager, messagère;
2 en Perse, officier qui introduisait les solliciteurs auprès du roi.
Étymologie: ἀγγελία, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀγγελιᾱφόρος: ион. ἀγγελιηφόρος ὁ
1 вестник Her., Arst., Luc.;
2 (при дворе персидских царей), докладчик, секретарь, (докладывавший царю о просящих аудиенцию) Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγγελιᾱφόρος: Ἰων. ἀγγελιηφ-, ον, ὁ κομίζων ἀγγελίαν, μηνυτής, Ἡρόδ. 1. 120, Ἀριστ. Κόσμ. 6. 11, Λουκ., κτλ.· ἰδίως ὁ Πέρσης ἄρχων, ὅστις εἰσῆγε τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἀκρόασιν παρὰ τῷ βασιλεῖ, Ἡρόδ. 3. 118.
Greek Monotonic
ἀγγελιᾱφόρος: Ιων. ἀγγελιηφ-, ὁ (φέρω), αγγελιαφόρος, ταχυδρόμος, σε Ηρόδ.· τίτλος Πέρση αξιωματούχου ο οποίος παρουσίαζε τα πρόσωπα για ακρόαση μπροστά στο βασιλιά, στον ίδ.
Middle Liddell
φέρω
a messenger, Hdt.: title of the Persian minister who introduced people to the king, Hdt.