ὑποπορεύομαι
English (LSJ)
A go secretly, Plu.Tim.18; διὰ τῶν ὑπονόμων Id.Cam. 5.
German (Pape)
[Seite 1229] dep. pass., heimlich hinzugehen, Plut. Tim. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπορεύομαι: πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι ὑποκάτω, διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5.