όν, (ἔργον)
A ennobled by works, Max.68.
ἀγλαοεργός: -όν, (ἔργον) ὁ λαμπρός, ἔνδοξος διὰ τὰς ἑαυτοῦ πράξεις, Μάξιμ. Σοφιστ. περὶ Καταρχῶν 68.