ατος, τό,
A garment, Ctes.Fr.29.10, Luc.Cyn.17.
[Seite 136] τό, = ἀμφίεσμα, L uc. equ. 17.
ἀμφίασμα: -ατος, τό, = ἀμφίεσμα, ἔνδυμα, Κτησ. Περσ. 19, Λουκ. Κυν. 17.