ἀποστομόω

Revision as of 09:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A stop the mouth of, Cerc.11.7: hence, block, stop up, τὰς διώρυχας Plb.Fr.117.    II = ἀποστομίζω 1, ὅπλα ἀπεστομωμένα τὰς ἀκμάς D.H.6.14, cf. Luc.Tim.10.

German (Pape)

[Seite 327] 1) dasselbe, ὅπλα ἀπεστομωμένα τὰς ἀκμάς Dion. Hal. 6, 14; vom Blitz des Jupiter, Luc. Tim. 10. – 2) den Mund verschließen; übh. verstopfen, διώρυγας Pol. frg. gr. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστομόω: κλείω τὸ στόμα τινός, κλείω, φράττω, Πολύβ. Ἀποσπ. 26· ἀντίθετον τῷ ἀναστομόω. ΙΙ. = ἀποστομίζω 1, ὅπλα... ἀπεστομωμένα Διον. Ἁλ. 6.14: μεταφ. Λουκ. Τίμ. 10.