ἀποστομίζω

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστομίζω Medium diacritics: ἀποστομίζω Low diacritics: αποστομίζω Capitals: ΑΠΟΣΤΟΜΙΖΩ
Transliteration A: apostomízō Transliteration B: apostomizō Transliteration C: apostomizo Beta Code: a)postomi/zw

English (LSJ)

A deprive of an edge, πέλεκυς ἀπεστομισμένος Philostr.Im.2.17.
II = ἀποστοματίζω (interrogate, catechize) ΙΙ, Hsch.
III = φιμόω (muzzle, put to silence), Id.

Spanish (DGE)

I saber de memoria ἀποστομίζων πᾶσαν τὴν παλαιὰν διαθήκην Origenes M.12.824B.
II 1embotar, reducir el filo en v. pas. (πέλεκυν) ἀπεστομισμένον ὑπὸ τοῦ πλήττειν Philostr.Im.2.17.
2 fig. reducir al silencio τῶν Ἑλλήνων τοὺς φιλοσόφους H.Mon.20.15, τὸν διδάσκαλον περὶ τοῦ πρώτου γράμματος Eu.Thom.A 6.3 (p.145), en v. med. ἀπεστομίσατο ... ἡμᾶς PMasp.9re.13 (VI d.C.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 327] der Schneide berauben, abstumpfen, Philostr. Imagg. 2, 17 πέλεκυς ἀπεστοματισμένος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστομίζω: (στόμα) ἀμβλύνω τὴν ἀκμήν, τὸν «αἰθέρα» ξίφους ἢ ἄλλου ὅπλου, κτλ., Φιλόστρ. Εἰκ. 2. 17, 11. 2) ἀποστομώνω, κάμνω τι νὰ νὰ μὴ δύνηται ν’ ἀποκριθῇ, μεταγεν.

Greek Monolingual

ἀποστομίζω (AM)
αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει
αρχ.
αμβλύνω την κόψη μαχαιριού ή όπλου.