A begin to shine, ὑποφαύσκοντος at daybreak, Arist.Pr. 888b27; ὑποφαυσκούσης ἕω v. l. ib.938a32; cf. ὑποφώσκω.
ὑποφαύσκω: ἀρχίζω νὰ φέγγω. ὑποφαύσκοντος (δηλαδ. τοῦ ἡλίου) Ἀριστ. Προβλ. 8. 17, 1· πρβλ. ὑποφώσκω.