φέγγω

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φέγγω Medium diacritics: φέγγω Low diacritics: φέγγω Capitals: ΦΕΓΓΩ
Transliteration A: phéngō Transliteration B: phengō Transliteration C: feggo Beta Code: fe/ggw

English (LSJ)

A = φαίνω, make bright, Hsch.:—Pass., shine, gleam, φλογὶ φέγγεται λειμών Ar.Ra.344(lyr.).
II intr., shine, ὁ λαμπτὴρ φεγγέτω Aen.Tact.26.3, cf. A.R.4.1714, J.AJ3.8.3.

German (Pape)

[Seite 1260] wie φάω, φαίνω, 1) intrans., scheinen, leuchten, glänzen, Ap. Rh. 4, 1714. – 2) trans., erleuchten, erhellen, Sp.; pass., φλογί, Ar. Ran. 344.

French (Bailly abrégé)

1 intr. briller;
2 tr. faire briller ; Pass. briller.
Étymologie: φέγγος.

Greek (Liddell-Scott)

φέγγω: φαίνω, ὡς καὶ νῦν, φωτίζω, «φέγγουσαν· λαμπρύνουσαν» Ἡσύχ. ― Παθ., φλογὶ φέγγεται λειμών, φωτίζεται, Ἀριστοφ. Βάτρ. 344. ΙΙ. ἀμεταβ., λάμπω, αὐτίκα δ’ ἡὼς ἔφεγγεν ἀνερχομένη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1714, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 8. 3.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. (μτβ.) ρίχνω φως πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω (α. «το βραδινό μας το λυχνάρι / που θα μάς φέγγει μέσ' στο σπίτι», Παλαμ.
β. «φλογὶ φέγγεται λειμών», Αριστοτ.)
2. (αμτβ.) εκπέμπω φως, λάμπω (α. «φέγγει το πρόσωπό του από χαρά» β. «ὁ λαμπτὴρ φεγγέτω», Αιν. Τακτ.)
νεοελλ.
1. φεγγαρίζω
2. (στο γ' εν. ως απρόσ.) φέγγει
ξημερώνει («θα φύγω πριν φέξει»)
3. φρ. α) «του 'φεξε» — του συνέβη απροσδόκητα κάτι καλό
β) «έφεξε από την πείνα [ή την αρρώστεια]» — αδυνάτισε πάρα πολύ από την πείνα [ή την αρρώστεια]
γ) «φέξε μου και γλίστρησα»
ειρων. λέγεται σε περιπτώσεις που βοήθεια ή πληροφορία ή συμβουλή δίνεται πολύ αργά, όταν πλέον είναι ανώφελη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φέγγω / φέγγομαι απαντά παρλλ. προς το ουδ. φέγγος, δεν είναι, όμως, δυνατόν να θεωρηθεί μετονοματικό παρ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το φέγγος, πρβλ. σθένω: σθένος (για ετυμολ. βλ. λ. φέγγος)].

Greek Monotonic

φέγγω: φωτίζω — Παθ., φωτίζω, φέγγω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φέγγω,
to make bright:—Pass. to shine, gleam, Ar.