κατεξουσιάζω
English (LSJ)
A exercise authority over, τινος Ev.Matt.20.25, Ev.Marc.10.42; τῶν ὅλων Jul. Gal.100c.
German (Pape)
[Seite 1395] seine Macht (ἐξουσία) gegen Einen gebrauchen, τινός, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κατεξουσιάζω: ἐξασκῶ ἐξουσίαν ὑπεράνω τινός, τινὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 25, κ. Μάρκ. ι΄, 42· ἡ πάντων δεσπόζουσα καὶ κατεξουσιάζουσα φύσις Φωτ. Ἐπιστ. 216. 3· οὐσιαστ. ἐν Αἰγυπτιακῇ τινι ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4710, δὸς αὐτῷ κατεξουσίαν κατὰ τῶν ἐχθρῶν αὑτοῦ.