κατεξουσιάζω
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
exercise authority over, τινος Ev.Matt.20.25, Ev.Marc.10.42; τῶν ὅλων Jul. Gal.100c.
German (Pape)
[Seite 1395] seine Macht (ἐξουσία) gegen Einen gebrauchen, τινός, N.T.
French (Bailly abrégé)
exercer son autorité sur ou contre, gén..
Étymologie: κατά, ἐξουσιάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατεξουσιάζω [κατεξουσία] gezag uitoefenen over, met gen.
Russian (Dvoretsky)
κατεξουσιάζω: властвовать (τινός NT).
English (Strong)
from κατά and ἐξουσιάζω; to have (wield) full privilege over: exercise authority.
English (Thayer)
not found in secular authors; to exercise authority, wield power (see κατά, III:3): τίνος, over one, Mark 10:42.
Greek Monolingual
(AM κατεξουσιάζω) κατεξουσία
εξουσιάζω ολοκληρωτικά, ασκώ πλήρη εξουσία σε κάποιον
νεοελλ.
υπερισχύω, επιβάλλομαι, επικρατώ, γίνομαι κύριος («ο άνθρωπος κατεξουσίασε τα στοιχεία της φύσεως»).
Greek Monotonic
κατεξουσιάζω: μέλ. -σω, ασκώ εξουσία πάνω σε, τινός, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κατεξουσιάζω: ἐξασκῶ ἐξουσίαν ὑπεράνω τινός, τινὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 25, κ. Μάρκ. ι΄, 42· ἡ πάντων δεσπόζουσα καὶ κατεξουσιάζουσα φύσις Φωτ. Ἐπιστ. 216. 3· οὐσιαστ. ἐν Αἰγυπτιακῇ τινι ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4710, δὸς αὐτῷ κατεξουσίαν κατὰ τῶν ἐχθρῶν αὑτοῦ.
Middle Liddell
fut. σω
to exercise lordship over, τινός NTest.
Chinese
原文音譯:katexousi£zw 卡特-誒克-烏西阿索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-出去-是著(化)
字義溯源:有完全的特權,行使權柄,有如暴君,操權管朿;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἐξουσιάζω)=管轄)組成;其中 (ἐξουσιάζω)出自(ἐξουσία)=特權), (ἐξουσία)出自(ἔξεστι / ἔξειμι2)=對的),而 (ἔξεστι / ἔξειμι2)又由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(εἰμί)*=是)組成
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編:
1) 操權管束(2) 太20:25; 可10:42