αὐτοσκεύαστος
English (LSJ)
ον,
A self-made, i. e. natural, Sch.Opp. H.1.22, Hsch. s.v. αὐτόστυλον.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσκεύαστος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ σκευασθείς, φυσικός, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 22.
ον,
A self-made, i. e. natural, Sch.Opp. H.1.22, Hsch. s.v. αὐτόστυλον.
αὐτοσκεύαστος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ σκευασθείς, φυσικός, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 22.