ταυρέλαφος
English (LSJ)
ὁ,
A tame Indian buffalo, Cosmas Indicopleustes 11 (ed. E. O. Winstedt, Cambr. 1909); also a wild Ethiopian species, ibid., Ael.NA17.45.
German (Pape)
[Seite 1073] ὁ, der Stierhirsch, ein gezähmtes Lastthier bei den Indern; Ael. H. A. 17, 45; Cosm. Indopl.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρέλᾰφος: ὁ, εἶδος ζῴου χρησιμεύοντος πρὸς μεταφορὰν φορτίων, ἐν τῇ Ἰνδικῇ κατὰ τὸν Κοσμᾶ ἐν Τοπογρ. Χριστ. 334Ε. πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 17. 45· ὡσαύτως, ταυρελέφας, Φιλοστόργιος ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 11, Νικηφ. 9. 19, πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.