πενθήμερος
English (LSJ)
ον,
A of five days, ἀγών Sch. Pi.O.5.13 ; κατὰ πενθήμερον for alternate periods of five days, X.HG 7.1.14 ; once in every five days, Arist.Ath.30.4 ; also καθ' ἑκάστην πενθήμερον SIG364.9 (Ephesus, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 555] fünftägig, κατὰ πενθήμερον ἑκατέρους ἡγεῖσθαι, Xen. Hell. 7, 1, 14, abwechselnd
Greek (Liddell-Scott)
πενθήμερος: -ον, πέντε ἡμερῶν, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 5. 13· - κατὰ πενθήμερον, ἐναλλὰξ ἀνὰ πέντε ἡμέρας, ἀκούσαντες ταῦτα οἱ Ἀθηναῖοι μετεπείσθησαν καὶ ἐψηφίσαντο κατὰ πενθήμερον ἑκατέρους ἡγεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 14· ἴδε ἐν λ. πεμπάς.