πενθήμερος
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
πενθήμερον, of five days, ἀγών Sch. Pi.O.5.13; κατὰ πενθήμερον for alternate periods of five days, X.HG 7.1.14; once in every five days, Arist.Ath.30.4; also καθ' ἑκάστην πενθήμερον SIG364.9 (Ephesus, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 555] fünftägig, κατὰ πενθήμερον ἑκατέρους ἡγεῖσθαι, Xen. Hell. 7, 1, 14, abwechselnd
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de cinq jours ; κατὰ πενθήμερον XÉN pendant cinq jours.
Étymologie: πέντε, ἡμέρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενθήμερος -ον [πέντε, ἡμέρα] vijfdaags.
Greek Monolingual
και πενταήμερος, -η, -ο / πενθήμερος και πεμπάμερος και πεμπτάμερος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που διαρκεί πέντε ημέρες
2. φρ. «κατά πενθήμερο(ν)» — κάθε πέντε μέρες ή μια φορά κάθε πέντε μέρες
νεοελλ.
το πενθήμερο
α) χρονικό διάστημα πέντε ημερών
β) (κατ' επέκτ.) εργάσιμη εβδομάδα πέντε ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + ἡμέρα. Ο τ. πενταήμερος μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο].
Greek Monotonic
πενθήμερος: -ον, αυτός που διαρκεί πέντε μέρες, κατὰ πενθήμερον, λέγεται για διαδοχικά διαστήματα των πέντε ημερών, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πενθήμερος: -ον, πέντε ἡμερῶν, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 5. 13· - κατὰ πενθήμερον, ἐναλλὰξ ἀνὰ πέντε ἡμέρας, ἀκούσαντες ταῦτα οἱ Ἀθηναῖοι μετεπείσθησαν καὶ ἐψηφίσαντο κατὰ πενθήμερον ἑκατέρους ἡγεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 14· ἴδε ἐν λ. πεμπάς.
Middle Liddell
πενθ-ήμερος, ον,
of five days, κατὰ πενθήμερον for alternate spaces of five days, Xen.