Πανιάς
English (LSJ)
άδος, poet. fem. of Πανικός, Nonn.D.7.49.
Greek (Liddell-Scott)
Πᾱνιάς: -άδος, ἀνώμαλον ποιητ. θηλ. τοῦ Πανικός, Νόνν. Δ. 7. 49.
άδος, poet. fem. of Πανικός, Nonn.D.7.49.
Πᾱνιάς: -άδος, ἀνώμαλον ποιητ. θηλ. τοῦ Πανικός, Νόνν. Δ. 7. 49.