καμηλάτης
English (LSJ)
(for Καμηλελάτης), ου, ὁ,
A camel-driver, PBasel 2.2 (ii A.D.), BGU14 vi 12 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
καμηλάτης: ὁ, ἐν παπύρ. Βερολ. 34, Π. 5, εἰ ὑγιῶς ἔχει, ἀντὶ καμηληλάτης = καμηλίτης.
(for Καμηλελάτης), ου, ὁ,
A camel-driver, PBasel 2.2 (ii A.D.), BGU14 vi 12 (iii A.D.).
καμηλάτης: ὁ, ἐν παπύρ. Βερολ. 34, Π. 5, εἰ ὑγιῶς ἔχει, ἀντὶ καμηληλάτης = καμηλίτης.