A = ὑποτείνω (A) 1.1 a, ὑπὸ δ' ἕρματα . . τάνυσσαν Il.1.486, cf. Ruf. ap. Orib.inc.20.2.
ὑποτᾰνύω: ὑποτείνω, ὑπὸ δ’ ἕρματα... τάνυσσαν Ἰλ. Α. 486.