ὁλομελής

Revision as of 09:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A whole of limb, not dismembered, πλεκτάς Diph.34.2 ; κρέα Posidon.9 J., IG12(7).515.49 (Amorgos) ; ὁλομελῆ alone, Str.15.3.19 ; ὁ. κρόκος uniform, Dsc.1.26.

German (Pape)

[Seite 326] ές, mit ganzen Gliedern, unverstümmelt; βρώματα, κρέα, Ath. XII, 540 c; πλεκτάναι, Diphil. ib. VII, 316 f.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλομελής: -ές, ὁ ἔχων ἀκέραια τὰ μέλη, σῶος, ἀκέραιος, πλήρης, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 316F, πρβλ. 540C· Ἐπίρρ. -λῶς, Εὐστ., κλ. Πρβλ. οὐλομελής, -μέλεια.