προσεχόντως
English (LSJ)
Adv. of
A προσέχω 1.4, attentively, carefully, Hp.Dent.12, Men.Mon.191, Crito ap.Gal.13.884.
German (Pape)
[Seite 763] adv. part. praes. von προσέχω, mit Aufmerksamkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσεχόντως: Ἐπίρρ. τοῦ προσέχω Ι. 4, μετὰ προσοχῆς, ἐπιμελῶς, Ἱππ. 267. 33, Μενάνδρ. Μονόστ. 191.