σαρκογονία
English (LSJ)
ἡ, (γενέσθαι)
A formation of flesh, ἐξ αἵματος Porph.Antr.14.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκογονία: ἡ, (γενέσθαι) σαρκικὴ γέννησις, Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 14.
ἡ, (γενέσθαι)
A formation of flesh, ἐξ αἵματος Porph.Antr.14.
σαρκογονία: ἡ, (γενέσθαι) σαρκικὴ γέννησις, Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 14.