γέννησις
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
Dor. γέννασις, εως, ἡ,
A engendering, producing, E.IA1065 (lyr., codd.); γέννησις καὶ τόκος Pl.Smp.206e; birth, IG22.1368.130, v.l. in Ev.Luc.1.14.
2 production, ἀγαθῶν Arist.Pol.1332a18 (pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Philol.B 13]
1 procreación, reproducción ἡ κύησις καὶ ἡ γέννησις Pl.Smp.206c, αἰδοῖον δὲ σπέρματος ... καὶ γεννήσιος (ἀρχή) Philol.l.c., ἡ ἀρχαίη γέννησις Hp.Septim.5, cf. Democr.B 5.3, Arist.HA 545b26, χρήσιμον εἶναι πρὸς τὴν γέννησιν Arist.HA 576a16, ἐν γεννήσει ἀπαιδεύτου LXX Si.22.3, αἱ παρὰ φύσιν γεννήσεις Ocell.55, cf. Arist.de An.415a23, LXX 1Pa.4.8, Gal.5.522, Ocell.52, 56, Plot.3.5.1
•en lit. crist. de la generación eterna del Hijo τὴν ἄναρχον ... γέννησιν Alex.Al.Ep.Alex.52.
2 alumbramiento, nacimiento τὸν διπλοῦν τῶν γεννήσεων χρόνον Procl.in R.2.34, πρώτη μὲν αὐτοῦ γ. ref. a Dioniso, Corn.ND 30, ἐν τῇ γεννήσει ... καὶ τῇ ἀναστάσει ref. a Cristo, Ign.Magn.11, cf. Gr.Nyss.Apoll.174.13, Leont.H.Nest.M.86.1609A, ἀπὸ τῆς γεννήσεως Orib.2.68.4, μετὰ τὴν γέννησίν μου PLond.1731.10 (VI d.C.), cf. IG 22.1368.130 (II d.C.), Vett.Val.378.1, 384.13.
3 fig. creación, producción διὰ τὴν τῶν νόμων γέννησιν Pl.Smp.209d, ἀγαθῶν γεννήσεις Arist.Pol.1332a18
•como concepto fil. génesis, generación como progresión de lo uno a lo múltiple ἡ ἀπ' ἐκείνου (τοῦ ἑνός) γ. Dam.Pr.37, γέννησιν τῶν πολλῶν ἀτόμων Dam.Pr.87, cf. Plot.6.8.20, Procl.Inst.155
•en lit. crist. nacimiento a la fe Gr.Nyss.Eun.3.2.51.
German (Pape)
[Seite 483] ἡ, das Erzeugen, Hervorbringen, Eur. I. A. 1065; Plat. Conv. 206 e u. öfter, neben κύησις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
génération, production ; naissance.
Étymologie: γεννάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γέννησις -εως, ἡ γεννάω voortbrenging, ontstaan, geboorte.
Russian (Dvoretsky)
γέννησις: дор. γέννᾱσις, εως ἡ произведение на свет, порождение, создавание или создание Eur., Plat., Arst.
English (Strong)
English (Thayer)
γεννησεως, ἡ (γεννάω), a begetting, engendering (often so in Plato); nativity, birth: in γένεσις, 2.
Greek Monolingual
η
βλ. γέννηση.
Greek Monotonic
γέννησις: (γεννάω), Δωρ. -ᾱσις, -εως, ἡ, δημιουργία, παραγωγή, σε Ευρ., Πλάτ.· γέννηση, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
γέννησις: Δωρ.-ᾱσις, εως, ἡ, τὸ γεννᾶν, παράγειν, Εὐρ. Ι. Α. 1065, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· γ. καὶ τόκος Πλάτ. Συμπ. 206Ε. 2) παραγωγή, ἀγαθῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 13, 7.
Middle Liddell
γεννάω
an engendering, producing, Eur., Plat.: birth, NTest.
Chinese
原文音譯:gšnnhsij 根尼西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:成為(的)
字義溯源:誕生,降生,家系,出世;源自(γεννάω)=生育);而 (γεννάω)出自(γένος)=親戚,族裔), (γένος)出自(γίνομαι)*=成為)。在( 太1:18)的‘降生’,和合本用 (γένεσις)而欽定本卻用 (γέννησις)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 出世(1) 路1:14