ἀκχαλίβαρ
English (LSJ)
κράββατος (Lacon.), Hsch. ἀκχημονικά· καὶ κακοπαθήεντα, Id.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκχαλίβαρ: κράββατος, Λακων. λέξ. παρ’ Ἡσυχ.
κράββατος (Lacon.), Hsch. ἀκχημονικά· καὶ κακοπαθήεντα, Id.
ἀκχαλίβαρ: κράββατος, Λακων. λέξ. παρ’ Ἡσυχ.