[ῠ], ου, ὁ,
A one who washes iron, dub. cj. in Hsch. s.v. σάλαγξ.
σῐδηροπλύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ πλύνων σίδηρον, Ἡσύχ. ἐν λ. σάλαγξ.