σάλαγξ

English (LSJ)

ἰχθῦς ἀγαθός, καὶ μεταλλικὸν σκεῦος, Hsch. (Cf. σάλαξ, σηλαγγεύς.)

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ἀγαθὸς καὶ μεταλλικὸν σκεῦος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, -ακος «κόσκινο τών μεταλλουργών», με εκφραστικό έρρινο ένθημα -γ-].