κλαστός

Revision as of 09:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν, (κλάω A)

   A broken in pieces, AP6.71 (Paul.Sil.).    II perh. = foreg., PPetr.1p.54 (iii B.C.), PCair.Zen.374.6 (iii B.C.), Arch.Pap.1.65 (ii B.C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

κλαστός: -ή, -όν, (κλάω) τεθραυσμένος, κοινῶς «τσακισμένος», Ἀνθ. Π. 6. 71· ― παρ’ Ἐκκλ., κλαστόν, τό, ὁ ἄρτος ὁ κατὰ τὴν θείαν εὐχαριστίαν κλώμενος.