κράτημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A support, of a bandage, Gal.18(2).538, Heracl. ap. Orib.48.15.3, Heliod.ib.27.3; fulcrum, Id.ib.49.19.2. 2 grasp, grip of the hand, Procl.Par.Ptol.36. 3 handle, Sch.Luc. JTr.31, Icar.10.
Greek (Liddell-Scott)
κράτημα: τό, ὑποστήριγμα, ἐπὶ ἐπιδέσμου, Γαλην. 12. 232, Ἀρχ. Χειρουγ. 172. 2) λαβή, «χεροῦλι», Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 36, Εὐστ. 115. 21.