ὑποστήριγμα
From LSJ
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
-ατος, τό, underprop, LXX 3 Ki.7.11(24), 10.12, al., J. AJ8.7.1. -ίζω, underprop, sustain, LXX Ps.36(37).17, al., Luc. Hist.Conscr.3, VH1.32, Gal.18(2).433; τῷ λαιῷ βραχίονι τὸ τόξον ὑπεστήρικτο Hld.1.2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστήριγμα: τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ κάτωθεν τιθέμενον στήριγμα, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 24, Ι΄, 12, κ. ἀλλ.), Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 7, 1.
Greek Monolingual
το /ὑποστήριγμα, -ίγματος, ΝΜΑ ὑποστηρίζω
καθετί που στηρίζει αποκάτω, υπόβαθρο
νεοελλ.
καθετί που υποβαστάζει, αντέρεισμα, αντηρίδα.