ὁ,
A running backwards, Antyll. ap. Orib.6.22.8.
[Seite 212] ὁ, das Hin- und Herlaufen, Sp.
ἀνατροχασμός: ὁ, ὁ εἰς τὰ ὀπίσω δρόμος «τρέξιμον». Πιθαν. γραφὴ ἐν Ἀντύλλ. παρ’ Ὀρειβ. σ. 112 ἀντὶ -ισμός, πρβλ. σ. 113.