εως, ἡ, (διανίζω)
A ablution, Hp.Hum.1; cf. διάνηψις.
διάνιψις: -εως, ἡ, (διανίζω) ἀπόνιψις, ἀπόπλυσις, ἀποκαθάρισις, Ἱππ. 47. 19, κτλ.