ἀπόνιψις
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
-εως, ἡ, washing off or washing away, Herod.Med. ap. Orib.Fr.106, prob. l. for ἄποψις in Callix.2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de lavar, lavado Herod.Med. en Orib.Ec.105.6, Callix.2.26
•del bautismo ἀπόνιψις τῶν ῥυτίδων Isid.Pel.Ep.M.78.416A, cf. Cyr.Al.M.72.712B
•lavatorio litúrgico ὑποδιάκονος διδότω ἀπόλιψιν χειρῶν τοῖς ἱερεῦσιν Const.App.8.11.12 (var.), ἀπόνιψις τοῦ ἱεράρχου Dion.Ar.EH M.3.440B.
German (Pape)
[Seite 317] ἡ, das Abwaschen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόνιψις: -εως, ἡ, ἀπόπλυσις, ἡ διὰ τῆς πλύσεως ἀποβολὴ τῆς ἀκαθαρσίας, μεταφ., εἰς ἀπόνιψιν ἁμαρτίας Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 713, κλ.: καθόλου, πλύσις, νίψιμον, Ὀρειβάσ. 3. 104.