ἐλαιοκάπηλος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A oil-dealer, PLille3.55 (iii B.C.), Lib. Decl.26.18.
German (Pape)
[Seite 788] Oelhändler, Liban.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοκάπηλος: ᾰ, ὁ, ἐλαιοπώλης, ἐμπορευόμενος ἔλαιον, λαδέμπορος, «λαδᾶς», Λιβάν. 4. 139.