ἡ,
A = ὄψις, Hsch.; ὄττιες ἀχλυώδεες Aret.SD2.13.
[Seite 405] ἡ, = ὄψις, Hesych.
ὄττις: ἡ, = ὄψις, Ἡσύχ.· ὄττιες ἀχλυώδεες Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13.