Dor. for ὁμήγυρις (q. v.).
[Seite 328] ἡ, dor. = ὁμήγυρις, Pind. l. 6, 46.
ὁμάγυρις: Δωρ. ἀντὶ ὁμήγυρις, Πινδ. Ι. 6. 46.