ὁμάγυρις
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 328] ἡ, dor. = ὁμήγυρις, Pind. l. 6, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμάγυρις: Δωρ. ἀντὶ ὁμήγυρις, Πινδ. Ι. 6. 46.
English (Slater)
ὁμᾱγῠρις gathering ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός (I. 7.46)
Greek Monolingual
ὁμάγυρις, ἡ (Α)
(ποιητ. τ., δωρ. τ.) βλ. ομήγυρις.