ἀνηβότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A childhood, minority, Just.Nov.159 Pr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηβότης: -ητος, ἡ, ἡ πρὸ τῆς ἥβης ἡλικία, ἔτι ἐν ἀνηβότητι οὖσαν Γεώργ. Παχυμ. σ. 45D.
ητος, ἡ,
A childhood, minority, Just.Nov.159 Pr.
ἀνηβότης: -ητος, ἡ, ἡ πρὸ τῆς ἥβης ἡλικία, ἔτι ἐν ἀνηβότητι οὖσαν Γεώργ. Παχυμ. σ. 45D.