[ῠ], η, ον, (κύλιξ)
A suited to the wine-cup, λαλιή AP7.440.8 (Leon.).
εὐκύλῐκος: -η, -ον, (κύλιξ) ἁρμόζων καλῶς εἰς τὴν κύλικα, εὐκυλίκην λαλιὴν Ἀνθ. Π. 7. 440.