σύντευξις

Revision as of 09:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

εως, ἡ, (συντυγχάνω)

   A coincidence, M.Ant.3.11, Phot.

German (Pape)

[Seite 1035] εως, ἡ, wie συντυχία, das Zusammentreffen, die Unterredung, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σύντευξις: ἡ, (συντυγχάνω) συντυχία, τὴν τοιαύτην σύντευξιν καὶ τύχην Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 11, Φώτ. ἐν λέξ.