[ῠῐ], τό, Dim. of σῦς,
A porker, Arr.Epict.4.11.11, M.Ant.10.10.
συΐδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σῦς, χοιρίδιον, «γουρουνόπουλον», Μᾶρκ. Ἀντων. 10. 10.