βαρυσφάραγος
English (LSJ)
[φᾰ], ον,
A = βαρυσμάραγος, loud-thundering, of Ζεύς, Pi.I.8(7).23.
German (Pape)
[Seite 435] Ζεύς, schwerdonnernd, Pind. I. 7, 32.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠσφάρᾰγος: [σφᾰ], ον, = βαρυσμάραγος, ὁ ἠχηρῶς βροντῶν, ἐπὶ τοῦ Διός, Πίνδ. Ι. 8(7). 47.