βαρυσμάραγος
From LSJ
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
English (LSJ)
[σμᾰ], ον, = βαρύκτυπος, Nonn. D. 1.156.
Spanish (DGE)
(βᾰρυσμάρᾰγος) -ον
• Prosodia: [-μᾰ-]
• Morfología: [gen. ép. -οιο Nonn.D.6.121]
1 de retumbante rugido λαιμοί Nonn.D.1.156, 36.189, βοείη Nonn.D.l.c.
2 muy estrepitoso de las manos al aplaudir, Nonn.D.13.509.
German (Pape)
[Seite 435] dumpf rasselnd, tönend, Nonn. D. 1, 156.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυσμάρᾰγος: [σμᾰ], ον, = βαρύκτυπος, Ἀνθολογ. 3, 149. Νόνν. Δ. 1. 156.
Greek Monolingual
βαρυσμάραγος, -ον (Α)
ο βαρύκτυπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -σμάραγος < σμαραγώ (-έω) «κάνω θόρυβο, πάταγο»].