ἐξίλασις
English (LSJ)
[ῑ], εως, ἡ,
A propitiation, atonement, LXXNu.29.11, D.L. 1.110, Iamb.Myst.1.13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 882] ἡ, die Versöhnung, D. L. 1, 110; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξίλᾰσις: -εως, ἡ, (ἐξιλάσκομαι) ἐξιλασμός, ἐξιλέωσις, Διογ. Λ. 1. 110, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΘ΄, 11), Ἰάμβλ. 43. 8.