ἐξιλασμός

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξιλασμός Medium diacritics: ἐξιλασμός Low diacritics: εξιλασμός Capitals: ΕΞΙΛΑΣΜΟΣ
Transliteration A: exilasmós Transliteration B: exilasmos Transliteration C: eksilasmos Beta Code: e)cilasmo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἐξίλασις, ib.Le.23.27, al., Procl.Par. Ptol.24.

German (Pape)

[Seite 882] ὁ, das Auslösen, Sühnen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιλασμός: ὁ, τὸ ἐξιλάσκεσθαι, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΓ΄, 27, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

ο (AM ἐξιλασμός) εξιλάσκομαι
εξιλέωση, εξευμενισμός
μσν.- νεοελλ.
θρησκευτικὴ τελετὴ για εξευμένιση του θεού.